περιφρούρει

περιφρούρει
περιφρουρέω
guard on all sides
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
περιφρουρέω
guard on all sides
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
περιφρουρέω
guard on all sides
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
περιφρουρέω
guard on all sides
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιφρουρεῖ — περιφρουρέω guard on all sides pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιφρουρέω guard on all sides pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιφρουρέω guard on all sides pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιφρουρέω guard on …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • αγρόσκυλος — ο σκύλος που περιφρουρεί κλειστό αγροτικό χώρο ή μάντρα (κν. μαντρόσκυλο) …   Dictionary of Greek

  • διασωστής — διασωστής, ο (Μ) αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας …   Dictionary of Greek

  • οπωπητήρ — ὀπωπητήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που περιφρουρεί, ο σκοπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα* + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • φυλακτικός — ή, ό / φυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, ή, ό, Ν [φυλάσσω] νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων αρχ. 1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”